ασελγής

ασελγής
-ές (AM ἀσελγής, -ές)
ο ακόλαστος, ο λάγνος
αρχ.
ο αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < *αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α- πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα του εν-, δεν είναι ικανοποιητική. Επίσης, η σύνδεση της λ. με λεττιτ. tulrums, «οίδημα, όγκος» ή με αρμ. elc «κατεστραμμένος, κακός», z-elc «άσωτος ακόλαστος» είναι φωνητικά αδύνατη. Ο τ. ασελγής χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, Πλάτων) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη ορμή, από ακολασία, ενώ με τη σημασία «άσεμνος» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.
ΠΑΡ. ασέλγεια, ασελγώ
αρχ.
ασελγαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσελγής — licentious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασελγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κλίνει πολύ στις ηδονές, αισχρός, ακόλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσελγῆ — ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσελγής licentious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσελγής licentious masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγέστερον — ἀσελγής licentious adverbial comp ἀσελγής licentious masc acc comp sg ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγεστάτων — ἀσελγής licentious fem gen superl pl ἀσελγής licentious masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγεστέραις — ἀσελγής licentious fem dat comp pl ἀσελγεστέρᾱͅς , ἀσελγής licentious fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγεστέρων — ἀσελγής licentious fem gen comp pl ἀσελγής licentious masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγές — ἀσελγής licentious masc/fem voc sg ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγέστατα — ἀσελγής licentious adverbial superl ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσελγέστατον — ἀσελγής licentious masc acc superl sg ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”